«Αν και δεν είμαι και πολύ αστέρης στις κριτικές, με το Γιώργο έχω 2 μεγάλα βοηθήματα. Το πρώτο είναι πως έχουμε κουβεντιάσει δις, πολύ κι εκ βαθέων και μάλιστα περί παντός επιστητού, και το δεύτερο, πως έχω τη τύχη να γνωρίζω το πάθος του με τα πτηνά. Με τις κουβέντες, κόβεις ένα πρώτο κοστούμι, με τι άνθρωπο έχεις να κάνεις κι έτσι μετά ευκολώτερα διαβάζεις τις ακτινογραφίες της ψυχής του, -όπως θεωρώ εγώ πως είναι τα κάθε γραπτά του καθενός μας, ανεξαρτήτως πως γράφτηκαν, γιατί και με τι τεχνοτροπία κι είδος. Η ενασχόληση δε με τα πτηνά και μάλιστα με τόση φροντίδα, σου δίνει έν εύλογο δείγμα του πόσην ευαισθησία μπορεί να κρύβει το άτομο εκείνο που ασχολείται. Κι όμως τελικά δεν είναι εύκολο να εντοπίσεις-συλλάβεις, τον Κόκκινο, γιατί δεν είναι ένας. Κι εξηγώ: Αν δεν ήτανε περίπου ίδιο το ξεδίπλωμα γραφής, κι εννοώ το πώς γράφει τις σειρές των στίχων του, θα νόμιζες πως κάθε ένα ποίημα το γράφει κι άλλος δημιουργός. Έτσι πάνε περίπατο τα 2 μου βοηθήματα, πράμα λογικό αν σκεφτεί κανείς πως είναι και Παρθένος. (Ό,τι πιο ανάποδο κι ακαταλαβίστικο για μένα). Σε ένα ποίημά του, νιώθω πως διαβάζω εμένα στη μετεφηβεία μου. Σε ένα άλλο, πως διαβάζω Πόε στα τελείως ζόρικά του. Σε ένα τρίτο νιώθω στο στόμα μου τη πικράδα του χιούμορ του και σε άλλο πάλι, την απογοήτευση ενός έρωτα –τόξερα από τις συζητήσεις, αλλά δε κλέβω, γιατί φαίνεται και μέσα. Σε άλλο ανιχνεύεις την απαισιοδοξία για το βιωτικό μας γίγνεσθαι, σε άλλο η σκληρή του ειρωνεία. Το ένα είναι απαλό, το άλλο σκληρό, το άλλο πικρό, το άλλο σε φέρνει σε επαφή με το υπερπέραν κι άλλο με το υπερδώθε –κι εννοώ το μέσα μας. Στις συζητήσεις μας του το ‘χα πει, πως δεν μπορώ να πω, αυτό είναι ωραίο και κείνο χάλια, όσον αφορά στα δημιουργήματα, στα ανθρώπων έργα, γιατί είναι κάτι υποκειμενικό. Επίσης δεν μπορώ να πω πως ο Χ γράφει καλά κι ο Ψ όχι. Για μένα όσοι γράφουν είναι μάγκες κι άξιοι άνθρωποι και για προσοχή και για προστασία. Προσωπικά ο Γιώργος μου αρέσει, -αυτό μπορώ να το πω- και σα μόνο ψεγάδι που θα του ‘βρισκα, είναι πως γράφει μεγάλα ποιήματα κι ίσως αυτό είναι μείον. Αλλά και πάλι δεν μπορείς να υποδείξεις σε κανένα τι και πώς να γράφει, παρά μόνο να κρίνεις το ήδη γραφέν, έτσι μιλώ για ό,τι βλέπω κι όχι ό,τι «θα ‘θελα εγώ να βλέπω», γιατί με αυτό το σκεπτικό δε πάμε μήτε μέχρι τη πλατεία Συντάγματος. Μου αρέσει γιατί δεν ξέρω τι να περιμένω στην επόμενη «γωνιά» του. Μου αρέσει γιατί μου δείχνει αλλά και μου βγάζει μεγάλην ευαισθησία σαν άτομο. Μου αρέσει γιατί δίνεται δυνατά κι αυτό φαίνεται. Δίνεται στον έρωτα, στη πίκρα, στα πτηνά, στα ποιήματα και στη ποίηση, στην ειρωνεία, στο πάθος, στην απαισιοδοξία, σε όλα. Δε θα δεις στο Γιώργο κάτι μικρό και κάτι που να μην του ‘χει ποτίσει ό,τι είχε και δεν είχε. Στα γραπτά του εννοώ φυσικά, γιατί στη πραγματική του ζωή δεν ξέρω, αν και μου ‘χει μιλήσει… Τέλος, μ’ αρέσει που ‘ναι ένας «Παρατηρητής» όλων γύρω του και τίποτε απ’ αυτά δεν τον αφήνει αδιάφορο, ασυγκίνητο κι ασχολείται. Γατί είναι από τα λίγα που μοιάζουμε και ταιριάζουμε, γραπτικώς. Θα του πω λοιπόν αυτό που μου ‘χε πει κάποτε μια πρώην μου: «Μου αρέσει που ασχολείσαι ακόμα και με τα πιο ασήμαντα και τα κάνεις ιστορίες». Και θα προσθέσω τι απάντησα, λέγοντάς το στο Γιώργο, επιπλέον: «Όχι δεν δίνω αξία στο ασήμαντο, διακρίνω τη σημαντικότητα στο κάθε τι που ίσως κάποιοι –πολλοί ή λίγοι ή κι όλοι- το θεωρούν ασήμαντο, και τη περιγράφω»!»
Ο Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου για το «Φυγεῖν ἐστί»
Έντυπη κριτική αναφορά από τον Πάτροκλο Χατζηαλεξάνδρου που περιλάμβάνεται στο βιβλίο Φυγείν Εστί, Αύγουστος 2018